- φιλήσω
- φιλέωloveaor subj act 1st sgφιλέωlovefut ind act 1st sgφιλέωloveaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικρούλης — α, ι και ικο [μικρός] 1. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς τις διαστάσεις («μικρούλα κάμαρα») 2. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς την ηλικία («έλα, μικρούλη μου να σέ φιλήσω») 3. ως ουσ. α) νέος, νεανίσκος, παιδίσκη, κοπέλα β) μικρό παιδάκι … Dictionary of Greek
προσφιλώ — έω, Α πλησιάζω κάποιον σαν να επρόκειτο να τόν φιλήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φιλῶ (< φίλος)] … Dictionary of Greek
σύσσημο — το / σύσσημον ΝΑ διακριτικό σήμα, σύμβολο αρχ. 1. ορισμένο ή συμφωνημένο σύνθημα («ἐνεδεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῑς λέγων ὅν ἄν φιλήσω αὐτός ἐστιν», ΚΔ) 2. η σφραγίδα που έβαζαν στα μέτρα και στα σταθμά 3. διακριτικό σημάδι,… … Dictionary of Greek
τίγαρις — και τιγάρις Ν (διστακτικό μόριο) μήπως, μη τάχα («τιγάρις είμαι νιόνυφη τα χέρια να φιλήσω», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τί γάρ + επιρρμ. κατάλ. ις (πρβλ. μήγαρις)] … Dictionary of Greek
χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ … Dictionary of Greek